Dictionary of Greek. 2013.
υποψεκάζω — και ὑποψακάζω Α 1. ψεκάζω λίγο 2. μτφ. πίνω λίγο, ὑποπίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψεκάζω / ψακάζω] … Dictionary of Greek